- κομματίζομαι
- κομματίζομαι, κομματίστηκα, κομματισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κομματίζομαι — κομματίστηκα, κομματισμένος, είμαι φανατικός οπαδός κάποιου κόμματος, κρίνω κατά τα συμφέροντα του κόμματος στο οποίο ανήκω: Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να κομματίζονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακομμάτιστος — η, ο [κομματίζομαι] 1. αυτός που δεν ανήκει ή δεν διάκειται φιλικά σε κάποια πολιτική παράταξη 2. αμερόληπτος, αντικειμενικός … Dictionary of Greek
κομματίζω — 1. βάζω κάποιον σε κόμμα, κάνω κάποιον κομματικό 2. μέσ. κομματίζομαι α) είμαι ή γίνομαι φανατικός οπαδός ενός κόμματος β) (κυρίως για δημόσιο λειτουργό) κρίνω και ενεργώ σύμφωνα με το συμφέρον τού κόμματος στο οποίο ανήκω ενώ η δεοντολογία και… … Dictionary of Greek
κομματισμός — ο 1. το να είναι κάποιος μέλος ενός κόμματος 2. η τυφλή προσήλωση σε ένα κόμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομματίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φατριάζω — φατρίασα, αμτβ., εργάζομαι για τα συμφέροντα της φατρίας (βλ. λ.) όπου ανήκω, κομματίζομαι, μεροληπτώ απροκάλυπτα: Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να φατριάζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)